coup
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coup | coups |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoup (en)
- (πολιτική) το πραξικόπημα, η χούντα, η στρατιωτική τυραννία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coup | coups |
Ετυμολογία
επεξεργασία- coup < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική colp / cop < δημώδης λατινική *colpus < λατινική colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku/ (για τον ενικό και τον πληθυντικό)
- ⓘ
- ομόηχα: cou, cous, coud, couds, coup, coups, coût και coûts
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcoup (fr) αρσενικό
- το χτύπημα
- η εκπυρσοκρότηση
- ⮡ coup de canon - κανονιοβολισμός
- ⮡ coup de feu - πυροβολισμός
- απότομη κίνηση ανθρώπου ή ζώου, χτύπημα χωρίς σκοπό να πληγωθεί κάποιος
- ⮡ coup d'aile - φτερούγισμα
- ⮡ coup de genou - κίνηση/χτύπημα με το γόνατο
- κάτι που συμβαίνει ξαφνικά αλλά τυχαία
- ⮡ coup de chance - ξαφνική τύχη
Εκφράσεις
επεξεργασίασχετικές με την έννοια χτύπημα
- accuser le coup: υποφέρω από τη δράση κάποιου
- coup dur: δυστύχημα, μπελάς
- en prendre un coup: υφίσταμαι, ταλαιπωρούμαι
- sous le coup de: υπό την απειλή, υπό την επίδραση
- tenir le coup: αντέχω, υπομένω (οικείο)
σχετικές με την έννοια ξαφνική τύχη
- à coup sûr: σίγουρα, οπωσδήποτε
- après coup: κατόπιν, αφού κάτι συμβεί πρώτα
- au coup par coup: λέγεται για μια σειρά πράξεων που γίνονται σαν απαντήσεις σε άλλες, χωρίς προμελέτη
- coup sur coup: ασταμάτητα, διαρκώς
- sur le coup: αμέσως, την ίδια στιγμή
- tout à coup/tout d'un coup: ξαφνικά
άλλες έννοιες
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- coup - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- coup - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé