coo
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- coo < oνοματοποιητή λέξη.
Επίθετο επεξεργασία
coo (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coo | coos |
coo (en)
- το γουργούρισμα, συνήθως αυτό του περιστεριού
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | coo |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coos |
αόριστος | cooed |
παθητική μετοχή | cooed |
ενεργητική μετοχή | cooing |
coo (en)
- (αμετάβατο) γουργουρίζω, συνήθως όπως το περιστέρι
- ↪ They cooed like pigeons.
- Γουργούριζαν σαν περιστέρια.
- ↪ They cooed like pigeons.
- μιλώ στοργικά, ερωτικά ή επαινετικά