κανονιοβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κανονιοβολισμός < κανονιοβολώ < κανόνι + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανονιοβολισμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) βολή πυροβόλου όπλου, συνεχείς κανονιές
κανονιοβολισμός αρσενικό