Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shock shocks

shock (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο συγκλονισμός, το σοκ, ένα έντονο αίσθημα έκπληξης ως αποτέλεσμα κάτι που συμβαίνει, ειδικά κάτι δυσάρεστο· το γεγονός που προκαλεί αυτό το συναίσθημα
    ⮡  deep/mental shock - βαθύς/ψυχικός συγκλονισμός
    ⮡  It gave me a shock learning that…
    Έπαθα σοκ μαθαίνοντας ότι…
  2. (μη μετρήσιμο, ιατρική) το σοκ, μια σοβαρή ιατρική κατάσταση
    ⮡  nervous/post-operative/septic/allergic shock - νευρικό/μετεγχειρητικό/σηπτικό/αλλεργικό σοκ
ενεστώτας shock
γ΄ ενικό ενεστώτα shocks
αόριστος shocked
παθητική μετοχή shocked
ενεργητική μετοχή shocking

shock (en)

  1. (μεταβατικό) σοκάρω, συγκλονίζω, εκπλήσσω και στενοχωρώ κάποιον
    ⮡  I felt shocked at the sight of his blood.
    Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
    ⮡  The news of his death shocked me.
    Με συγκλόνισε η είδηση του θανάτου του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σοκάρω, για κακή γλώσσα, ανήθικη συμπεριφορά κτλ., προσβάλλω κάποιον ή γεμάτος φρίκη
    ⮡  I was shocked to hear her swear.
    Σοκαρίστηκα φοβερά όταν την άκουσα να βλαστημάει.
    ⮡  He wanted to shock us with his wild outfit.
    Ήθελε να μας σοκάρει με το έξαλλο ντύσιμό του.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shock (it)