Δείτε επίσης: στοκάρω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοκάρω < σοκ + -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

σοκάρω (παθητική φωνή: σοκάρομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία