Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σοκαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σοκαρισμέν
ος
η
σοκαρισμέν
η
το
σοκαρισμέν
ο
γενική
του
σοκαρισμέν
ου
της
σοκαρισμέν
ης
του
σοκαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
σοκαρισμέν
ο
τη
σοκαρισμέν
η
το
σοκαρισμέν
ο
κλητική
σοκαρισμέν
ε
σοκαρισμέν
η
σοκαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σοκαρισμέν
οι
οι
σοκαρισμέν
ες
τα
σοκαρισμέν
α
γενική
των
σοκαρισμέν
ων
των
σοκαρισμέν
ων
των
σοκαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
σοκαρισμέν
ους
τις
σοκαρισμέν
ες
τα
σοκαρισμέν
α
κλητική
σοκαρισμέν
οι
σοκαρισμέν
ες
σοκαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σοκαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σοκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σοκαρισμένος
αγγλικά
:
shocked
(en)
γαλλικά
:
choqué
(fr)