Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σοκάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σοκάρισμα
τα
σοκαρίσμα
τ
α
γενική
του
σοκαρίσμα
τ
ος
των
σοκαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σοκάρισμα
τα
σοκαρίσμα
τ
α
κλητική
σοκάρισμα
σοκαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σοκάρισμα
<
σοκάρω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σοκάρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σοκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σοκάρισμα