Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stoˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο‐κά‐ρω

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

στοκάρω < στοκ + -άρω < αγγλική stock [1] < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)

  Ρήμα 1 επεξεργασία

στοκάρω, αόρ.: στοκάρισα, μτχ.π.π.: στοκαρισμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στοκ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

στοκάρω < βενετική stocar[2] +

  Ρήμα 2 επεξεργασία

στοκάρω, αόρ.: στόκαρα/στοκάρισα, παθ.φωνή: στοκάρομαι, π.αόρ.: στοκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στοκαρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

στοκάρω < στοκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk

  Ρήμα 3 επεξεργασία

στοκάρω, αόρ.: στόκαρα/στοκάρισα, παθ.φωνή: στοκάρομαι, π.αόρ.: στοκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στοκαρισμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. στοκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Σημειώσεις 3 επεξεργασία

  • η μορφή στοκάρω πρόκειται για ακουστικό δάνειο που, σε αντίθεση με τις άλλες μορφές, βασίζεται στην προφορά της λέξης στην πρωτότυπη γλώσσα και όχι στη γραφή