↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοκάρισμα τα στοκαρίσματα
      γενική του στοκαρίσματος των στοκαρισμάτων
    αιτιατική το στοκάρισμα τα στοκαρίσματα
     κλητική στοκάρισμα στοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stoˈka.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο‐κά‐ρι‐σμα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
στοκάρισμα < στοκάρω + -ισμα < στοκ < αγγλική stock < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)

  Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

στοκάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
στοκάρισμα < στοκάρω + -ισμα < βενετική stocar[1] +

  Ουσιαστικό 2

επεξεργασία

στοκάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία