Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοκ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοκ
<
αγγλική
stock
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοκ
ουδέτερο
άκλιτο
απόθεμα
,
παρακαταθήκη
Συγγενικά
επεξεργασία
στοκάρισμα
στοκάρω
στοκατζήδικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοκ