παρακαταθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακαταθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακαταθήκη
- (ποσό προς φύλαξη) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική consignation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ka.ta.θi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κα‐τα‐θή‐κη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακαταθήκη θηλυκό
- η κατάθεση για φύλαξη ενός ποσού ή άλλου πράγματος σε υπηρεσία του δημοσίου
- ⮡ ο δανειστής μου δεν δέχεται να του δώσω τα χρήματα που του χρωστἀω, γι'αυτό πήγα και τα κατέθεσα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
- το ποσό ή ό,τι άλλο παραδίδεται προς φύλαξη
- το απόθεμα εμπορευμάτων
- η πολύτιμη πνευματική ή άλλου είδους κληρονομιά που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρακαταθήκη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παρακαταθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας