masticage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- masticage < mastic
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mas.ti.kaʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
masticage | masticages |
masticage (fr) αρσενικό
- το στοκάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
masticage | masticages |
masticage (fr) αρσενικό