Ετυμολογία

επεξεργασία
mastic < δημώδης λατινική masticum < αρχαία ελληνική μαστίχη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mas.tik/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mastic mastics

mastic (fr) αρσενικό

  1. ο στόκος
  2. η μαστίχα

Συγγενικά

επεξεργασία