mastic
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mastic < δημώδης λατινική masticum < αρχαία ελληνική μαστίχη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mastic | mastics |
mastic (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
mastic | mastics |
mastic (fr) αρσενικό