Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mastic mastics

mastic (fr) αρσενικό

  1. ο στόκος
  2. η μαστίχα

Συγγενικά

επεξεργασία