Δείτε επίσης: μαστίχη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστίχα οι μαστίχες
      γενική της μαστίχας των μαστιχών
    αιτιατική τη μαστίχα τις μαστίχες
     κλητική μαστίχα μαστίχες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστίχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαστίχα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαστίχ(η) με μεταπλασμό σε [1]
 
μαστίχα
 
μαστίχες για μάσημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστίχα θηλυκό (πληθυντικός μαστίχες)

  1. (φυτό) φυτό, και η αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το δέντρο που παραγει μαστιχα] (Pistacia lentiscus var. Chia)
    Η μαστίχα βρίσκει πολλές χρήσεις. Η πιο ευρεία από αυτές είναι ως τσίχλα ή άρωμα για τη ζαχαροπλαστική, ενώ γνωστό είναι και το λικέρ μαστίχας.
  2. (γαστρονομία) μαστίχα που μασιέται σαν τσίκλα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία