Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστίχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστίχη-ης θηλυκό

  1. (λόγιο) η μαστίχα
  2. υλικό συγκόλλησης
    Ελαστομερής σφραγιστική και συγκολλητική μαστίχη
    'πολυουρεθανική μαστίχη, ασφαλτική μαστίχη, ακρυλική μαστίχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστίχη αἱ μαστίχαι
      γενική τῆς μαστίχης τῶν μαστιχῶν
      δοτική τῇ μαστίχ ταῖς μαστίχαις
    αιτιατική τὴν μαστίχην τὰς μαστίχᾱς
     κλητική ! μαστίχη μαστίχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστίχ
γεν-δοτ τοῖν  μαστίχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστίχη < μαστάζω (μασάω) λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστίχηθηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία