Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστίχη-ης θηλυκό

  1. (λόγιο) η μαστίχα
  2. υλικό συγκόλλησης
      Ελαστομερής σφραγιστική και συγκολλητική μαστίχη
      'πολυουρεθανική μαστίχη, ασφαλτική μαστίχη, ακρυλική μαστίχη

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστίχη αἱ μαστίχαι
      γενική τῆς μαστίχης τῶν μαστιχῶν
      δοτική τῇ μαστίχ ταῖς μαστίχαις
    αιτιατική τὴν μαστίχην τὰς μαστίχᾱς
     κλητική ! μαστίχη μαστίχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστίχ
γεν-δοτ τοῖν  μαστίχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστίχηθηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία