ξεστοκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεστοκάρισμα < ξεστοκάρω + -ισμα < ξε- + στοκάρω < στοκ + -άρω < αγγλική stock < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεστοκάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεστοκάρω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεστοκάρισμα
|