Δείτε επίσης: στοκάρω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στολκάρω < στολκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk

στολκάρω, αόρ.: στόλκαρα/στολκάρισα, παθ.φωνή: στολκάρομαι, π.αόρ.: στολκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στολκαρισμένος

 συνώνυμα: παρακολουθώ, κατασκοπεύω, κυνηγάω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία