στολκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στολκάρω < στολκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk
Ρήμα
επεξεργασίαστολκάρω, αόρ.: στόλκαρα/στολκάρισα, παθ.φωνή: στολκάρομαι, π.αόρ.: στολκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στολκαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) παρακολουθώ μανιακά και ασταμάτητα όλες τις ενέργειες ενός προσώπου, προκειμένου να μάθω όλες τις λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής
- (κατ’ επέκταση) (στο διαδίκτυο) κατασκοπεύω τους λογαριασμούς κάποιου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή γενικότερα στο διαδίκτυο
- ⮡ Έκανα σαν τρελή από ζήλια και κατέληξα να στολκάρω τα σχόλιά του στο facebook και στο instagram για μήνες!
- ⮡ Σε παρακαλώ, σταμάτα να με στολκάρεις. Δεν έχεις αφήσει ήσυχο κανένα από τα λήμματα που επεξεργάζομαι!
- (γενικότερα) (στην πραγματικότητα) κατασκοπεύω κάποιον στην καθημερινότητά του
- (κατ’ επέκταση) (στο διαδίκτυο) κατασκοπεύω τους λογαριασμούς κάποιου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή γενικότερα στο διαδίκτυο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στολκάρω | στόλκαρα | θα στολκάρω | να στολκάρω | στολκάροντας | |
β' ενικ. | στολκάρεις | στόλκαρες | θα στολκάρεις | να στολκάρεις | στόλκαρε | |
γ' ενικ. | στολκάρει | στόλκαρε | θα στολκάρει | να στολκάρει | ||
α' πληθ. | στολκάρουμε | στολκάραμε | θα στολκάρουμε | να στολκάρουμε | ||
β' πληθ. | στολκάρετε | στολκάρατε | θα στολκάρετε | να στολκάρετε | στολκάρετε | |
γ' πληθ. | στολκάρουν(ε) | στόλκαραν στολκάραν(ε) |
θα στολκάρουν(ε) | να στολκάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στολκάρισα | θα στολκαρίσω | να στολκαρίσω | στολκαρίσει | ||
β' ενικ. | στολκάρισες | θα στολκαρίσεις | να στολκαρίσεις | στολκάρισε | ||
γ' ενικ. | στολκάρισε | θα στολκαρίσει | να στολκαρίσει | |||
α' πληθ. | στολκαρίσαμε | θα στολκαρίσουμε | να στολκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | στολκαρίσατε | θα στολκαρίσετε | να στολκαρίσετε | στολκαρίστε | ||
γ' πληθ. | στολκάρισαν στολκαρίσαν(ε) |
θα στολκαρίσουν(ε) | να στολκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στολκαρίσει | είχα στολκαρίσει | θα έχω στολκαρίσει | να έχω στολκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στολκαρίσει | είχες στολκαρίσει | θα έχεις στολκαρίσει | να έχεις στολκαρίσει | έχε στολκαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει στολκαρίσει | είχε στολκαρίσει | θα έχει στολκαρίσει | να έχει στολκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στολκαρίσει | είχαμε στολκαρίσει | θα έχουμε στολκαρίσει | να έχουμε στολκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στολκαρίσει | είχατε στολκαρίσει | θα έχετε στολκαρίσει | να έχετε στολκαρίσει | έχετε στολκαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στολκαρίσει | είχαν στολκαρίσει | θα έχουν στολκαρίσει | να έχουν στολκαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στολκαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στολκαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στολκαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στολκαρισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το λ στη λέξη δεν προφέρεται στην πρωτότυπη γλώσσα απ' όπου δανείστηκε, καθιστώντας έτσι αυτήν τη μορφή ως μισό οπτικό δάνειο και μισό ακουστικό δάνειο