κυνηγάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυνηγάω < κυνηγ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγῶ, συνηρημένος τύπος του κυνηγέω < κυνηγός < κύων + ἄγω (οδηγώ τα σκυλιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.niˈɣa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐νη‐γά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακυνηγάω/κυνηγώ, αόρ.: κυνήγησα, παθ.φωνή: κυνηγιέμαι, π.αόρ.: κυνηγήθηκα, μτχ.π.π.: κυνηγημένος
- προσπαθώ να εντοπίσω και να σκοτώσω ένα θήραμα
- ⮡ κυνηγούσα αγριογούρουνα πάνω στο βουνό
- καταδιώκω κάποιον, τρέχω για να τον πιάσω ή να τον προλάβω
- κατατρέχω κάποιον
- επιδιώκω κάτι
- ⮡ σε όλη του τη ζωή κυνηγούσε το χρήμα
- → και δείτε τη λέξη κυνηγιέμαι (παθητικός τύπος)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κυνηγός
- κυνηγιέμαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυνηγάω - κυνηγώ | κυνηγούσα - κυνήγαγα | θα κυνηγάω - κυνηγώ | να κυνηγάω - κυνηγώ | κυνηγώντας | |
β' ενικ. | κυνηγάς | κυνηγούσες - κυνήγαγες | θα κυνηγάς | να κυνηγάς | κυνήγα - κυνήγαγε | |
γ' ενικ. | κυνηγάει - κυνηγά | κυνηγούσε - κυνήγαγε | θα κυνηγάει - κυνηγά | να κυνηγάει - κυνηγά | ||
α' πληθ. | κυνηγάμε - κυνηγούμε | κυνηγούσαμε - κυνηγάγαμε | θα κυνηγάμε - κυνηγούμε | να κυνηγάμε - κυνηγούμε | ||
β' πληθ. | κυνηγάτε | κυνηγούσατε - κυνηγάγατε | θα κυνηγάτε | να κυνηγάτε | κυνηγάτε | |
γ' πληθ. | κυνηγάν(ε) - κυνηγούν(ε) | κυνηγούσαν(ε) - κυνήγαγαν - κυνηγάγανε | θα κυνηγάν(ε) - κυνηγούν(ε) | να κυνηγάν(ε) - κυνηγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυνήγησα | θα κυνηγήσω | να κυνηγήσω | κυνηγήσει | ||
β' ενικ. | κυνήγησες | θα κυνηγήσεις | να κυνηγήσεις | κυνήγα - κυνήγησε | ||
γ' ενικ. | κυνήγησε | θα κυνηγήσει | να κυνηγήσει | |||
α' πληθ. | κυνηγήσαμε | θα κυνηγήσουμε | να κυνηγήσουμε | |||
β' πληθ. | κυνηγήσατε | θα κυνηγήσετε | να κυνηγήσετε | κυνηγήστε | ||
γ' πληθ. | κυνήγησαν κυνηγήσαν(ε) |
θα κυνηγήσουν(ε) | να κυνηγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυνηγήσει | είχα κυνηγήσει | θα έχω κυνηγήσει | να έχω κυνηγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυνηγήσει | είχες κυνηγήσει | θα έχεις κυνηγήσει | να έχεις κυνηγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυνηγήσει | είχε κυνηγήσει | θα έχει κυνηγήσει | να έχει κυνηγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυνηγήσει | είχαμε κυνηγήσει | θα έχουμε κυνηγήσει | να έχουμε κυνηγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυνηγήσει | είχατε κυνηγήσει | θα έχετε κυνηγήσει | να έχετε κυνηγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυνηγήσει | είχαν κυνηγήσει | θα έχουν κυνηγήσει | να έχουν κυνηγήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυνηγιέμαι | κυνηγιόμουν(α) | θα κυνηγιέμαι | να κυνηγιέμαι | ||
β' ενικ. | κυνηγιέσαι | κυνηγιόσουν(α) | θα κυνηγιέσαι | να κυνηγιέσαι | ||
γ' ενικ. | κυνηγιέται | κυνηγιόταν(ε) | θα κυνηγιέται | να κυνηγιέται | ||
α' πληθ. | κυνηγιόμαστε | κυνηγιόμαστε κυνηγιόμασταν |
θα κυνηγιόμαστε | να κυνηγιόμαστε | ||
β' πληθ. | κυνηγιέστε | κυνηγιόσαστε κυνηγιόσασταν |
θα κυνηγιέστε | να κυνηγιέστε | κυνηγιέστε | |
γ' πληθ. | κυνηγιούνται | κυνηγιόνταν(ε) κυνηγιούνταν κυνηγιόντουσαν |
θα κυνηγιούνται | να κυνηγιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυνηγήθηκα | θα κυνηγηθώ | να κυνηγηθώ | κυνηγηθεί | ||
β' ενικ. | κυνηγήθηκες | θα κυνηγηθείς | να κυνηγηθείς | κυνηγήσου | ||
γ' ενικ. | κυνηγήθηκε | θα κυνηγηθεί | να κυνηγηθεί | |||
α' πληθ. | κυνηγηθήκαμε | θα κυνηγηθούμε | να κυνηγηθούμε | |||
β' πληθ. | κυνηγηθήκατε | θα κυνηγηθείτε | να κυνηγηθείτε | κυνηγηθείτε | ||
γ' πληθ. | κυνηγήθηκαν κυνηγηθήκαν(ε) |
θα κυνηγηθούν(ε) | να κυνηγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυνηγηθεί | είχα κυνηγηθεί | θα έχω κυνηγηθεί | να έχω κυνηγηθεί | κυνηγημένος | |
β' ενικ. | έχεις κυνηγηθεί | είχες κυνηγηθεί | θα έχεις κυνηγηθεί | να έχεις κυνηγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυνηγηθεί | είχε κυνηγηθεί | θα έχει κυνηγηθεί | να έχει κυνηγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυνηγηθεί | είχαμε κυνηγηθεί | θα έχουμε κυνηγηθεί | να έχουμε κυνηγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυνηγηθεί | είχατε κυνηγηθεί | θα έχετε κυνηγηθεί | να έχετε κυνηγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυνηγηθεί | είχαν κυνηγηθεί | θα έχουν κυνηγηθεί | να έχουν κυνηγηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κυνηγημένος - είμαστε, είστε, είναι κυνηγημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κυνηγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κυνηγημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κυνηγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κυνηγημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κυνηγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κυνηγημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσπαθώ να σκοτώσω θήραμα
(άλλες σημασίες)
|