κυνηγιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυνηγιέμαι < παθητική φωνή του κυνηγάω, κυνηγώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.niˈʝe.me/
Ρήμα
επεξεργασίακυνηγιέμαι
- καταδιώκομαι, όταν κάποιος με κυνηγά
- ※ Τόσα χρόνια τώρα κυνηγιέσαι, σέ πιάσαμε. (Περικλής Ροδάκης, Οι δίκες της Χούντας 1976)
- παίζω κυνηγητό
- ※ Κι ακόμη μ' αρέσει να κυνηγιέμαι με τον σκύλο μας στην αυλή, να παίζω μπάλα ... (Ταχυδρόμος, τευχ. 14-17, σελ. 221)
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Ενεργητική φωνή → δείτε τη λέξη κυνηγάω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυνηγιέμαι | κυνηγιόμουν(α) | θα κυνηγιέμαι | να κυνηγιέμαι | ||
β' ενικ. | κυνηγιέσαι | κυνηγιόσουν(α) | θα κυνηγιέσαι | να κυνηγιέσαι | ||
γ' ενικ. | κυνηγιέται | κυνηγιόταν(ε) | θα κυνηγιέται | να κυνηγιέται | ||
α' πληθ. | κυνηγιόμαστε | κυνηγιόμαστε κυνηγιόμασταν |
θα κυνηγιόμαστε | να κυνηγιόμαστε | ||
β' πληθ. | κυνηγιέστε | κυνηγιόσαστε κυνηγιόσασταν |
θα κυνηγιέστε | να κυνηγιέστε | κυνηγιέστε | |
γ' πληθ. | κυνηγιούνται | κυνηγιόνταν(ε) κυνηγιούνταν κυνηγιόντουσαν |
θα κυνηγιούνται | να κυνηγιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυνηγήθηκα | θα κυνηγηθώ | να κυνηγηθώ | κυνηγηθεί | ||
β' ενικ. | κυνηγήθηκες | θα κυνηγηθείς | να κυνηγηθείς | κυνηγήσου | ||
γ' ενικ. | κυνηγήθηκε | θα κυνηγηθεί | να κυνηγηθεί | |||
α' πληθ. | κυνηγηθήκαμε | θα κυνηγηθούμε | να κυνηγηθούμε | |||
β' πληθ. | κυνηγηθήκατε | θα κυνηγηθείτε | να κυνηγηθείτε | κυνηγηθείτε | ||
γ' πληθ. | κυνηγήθηκαν κυνηγηθήκαν(ε) |
θα κυνηγηθούν(ε) | να κυνηγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυνηγηθεί | είχα κυνηγηθεί | θα έχω κυνηγηθεί | να έχω κυνηγηθεί | κυνηγημένος | |
β' ενικ. | έχεις κυνηγηθεί | είχες κυνηγηθεί | θα έχεις κυνηγηθεί | να έχεις κυνηγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυνηγηθεί | είχε κυνηγηθεί | θα έχει κυνηγηθεί | να έχει κυνηγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυνηγηθεί | είχαμε κυνηγηθεί | θα έχουμε κυνηγηθεί | να έχουμε κυνηγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυνηγηθεί | είχατε κυνηγηθεί | θα έχετε κυνηγηθεί | να έχετε κυνηγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυνηγηθεί | είχαν κυνηγηθεί | θα έχουν κυνηγηθεί | να έχουν κυνηγηθεί |