Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνηγιέμαι < παθητική φωνή του κυνηγάω, κυνηγώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.niˈʝe.me/

  Ρήμα επεξεργασία

κυνηγιέμαι

  1. καταδιώκομαι, όταν κάποιος με κυνηγά
    ※  Τόσα χρόνια τώρα κυνηγιέσαι, σέ πιάσαμε. (Περικλής Ροδάκης, Οι δίκες της Χούντας 1976)
  2. παίζω κυνηγητό
    ※  Κι ακόμη μ' αρέσει να κυνηγιέμαι με τον σκύλο μας στην αυλή, να παίζω μπάλα ... (Ταχυδρόμος, τευχ. 14-17, σελ. 221)

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Ενεργητική φωνή → δείτε τη λέξη κυνηγάω