↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνηγημένος η κυνηγημένη το κυνηγημένο
      γενική του κυνηγημένου της κυνηγημένης του κυνηγημένου
    αιτιατική τον κυνηγημένο την κυνηγημένη το κυνηγημένο
     κλητική κυνηγημένε κυνηγημένη κυνηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνηγημένοι οι κυνηγημένες τα κυνηγημένα
      γενική των κυνηγημένων των κυνηγημένων των κυνηγημένων
    αιτιατική τους κυνηγημένους τις κυνηγημένες τα κυνηγημένα
     κλητική κυνηγημένοι κυνηγημένες κυνηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυνηγώ

κυνηγημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία