Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυνηγημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυνηγημέν
ος
η
κυνηγημέν
η
το
κυνηγημέν
ο
γενική
του
κυνηγημέν
ου
της
κυνηγημέν
ης
του
κυνηγημέν
ου
αιτιατική
τον
κυνηγημέν
ο
την
κυνηγημέν
η
το
κυνηγημέν
ο
κλητική
κυνηγημέν
ε
κυνηγημέν
η
κυνηγημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυνηγημέν
οι
οι
κυνηγημέν
ες
τα
κυνηγημέν
α
γενική
των
κυνηγημέν
ων
των
κυνηγημέν
ων
των
κυνηγημέν
ων
αιτιατική
τους
κυνηγημέν
ους
τις
κυνηγημέν
ες
τα
κυνηγημέν
α
κλητική
κυνηγημέν
οι
κυνηγημέν
ες
κυνηγημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυνηγημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κυνηγώ
Μετοχή
επεξεργασία
κυνηγημένος, -η, -ο
που τον
κυνηγά
, που τον
καταδιώκει
κάποιος ή κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυνηγημένος
γαλλικά
:
poursuivi
(fr)
,
chassé
(fr)
,
pourchassé
(fr)