κυνηγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυνηγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγῶ, συνηρημένος τύπος του κυνηγέω < κυνηγός < κύων + ἄγω (οδηγώ τα σκυλιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.niˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐νη‐γώ
- τονικό παρώνυμο: κυνηγό
Ρήμα
επεξεργασίακυνηγώ
- λογιότερη μορφή του κυνηγάω