Δείτε επίσης: κυνηγῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνηγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγῶ, συνηρημένος τύπος του κυνηγέω < κυνηγός < κύων + ἄγω (οδηγώ τα σκυλιά)

κυνηγώ