κύων
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κύων < → δείτε την αρχαία ελληνική κύων
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κύων αρσενικό ή θηλυκό
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη σκύλος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῠων- κῠον- κῠν- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | κύων | οἱ/αἱ | κύνες | |
γενική | τοῦ/τῆς | κυνός | τῶν | κυνῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | κυνῐ́ | τοῖς/ταῖς | κυσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | κύνᾰ | τοὺς/τὰς | κύνᾰς | |
κλητική ὦ! | κύον | κύνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνοῖν | |||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
κύων < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwṓ. Συγγενή: σανσκριτική श्वन् (śván), λατινική canis (> γαλλική chien), αγγλοσαξονική hund, αγγλική hound
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κύων αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωολογία) ο σκύλος
- (μεταφορικά, υβριστικό) σκύλος
- ο Σείριος (στον αστερισμό του Κυνός)
- η άρθρωση στον αστράγαλο του αλόγου
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- νεοελληνικές λέξεις με το θέμα κυν- όπως κυνικός, κυνόδοντας, κυνοκέφαλος, κυνομαχία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κύων» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κύων» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.