↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνικός η κυνική το κυνικό
      γενική του κυνικού της κυνικής του κυνικού
    αιτιατική τον κυνικό την κυνική το κυνικό
     κλητική κυνικέ κυνική κυνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνικοί οι κυνικές τα κυνικά
      γενική των κυνικών των κυνικών των κυνικών
    αιτιατική τους κυνικούς τις κυνικές τα κυνικά
     κλητική κυνικοί κυνικές κυνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυνικός < κύων (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cynique) [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κυνικός, -ή, -ό

  1. που εκφράζεται (δυσάρεστα) και με απόλυτη ευθύτητα και ειλικρίνεια, χωρίς ευγένεια ή ευπρέπεια
     συνώνυμα: ωμός
    κυνικός λόγος
    κυνικός άνθρωπος
  2. που έχει σχέση ή αναφέρεται στον Αστερισμό του Κυνός
    (μετεωρολογία) κυνικά καύματα: Κύων Μέγας θερινοί καύσωνες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνικός οι κυνικοί
      γενική του κυνικού των κυνικών
    αιτιατική τον κυνικό τους κυνικούς
     κλητική κυνικέ κυνικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κυνικός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κυνικός κυνική τὸ κυνικόν
      γενική τοῦ κυνικοῦ τῆς κυνικῆς τοῦ κυνικοῦ
      δοτική τῷ κυνικ τῇ κυνικ τῷ κυνικ
    αιτιατική τὸν κυνικόν τὴν κυνικήν τὸ κυνικόν
     κλητική ! κυνικέ κυνική κυνικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυνικοί αἱ κυνικαί τὰ κυνικᾰ́
      γενική τῶν κυνικῶν τῶν κυνικῶν τῶν κυνικῶν
      δοτική τοῖς κυνικοῖς ταῖς κυνικαῖς τοῖς κυνικοῖς
    αιτιατική τοὺς κυνικούς τὰς κυνικᾱ́ς τὰ κυνικᾰ́
     κλητική ! κυνικοί κυνικαί κυνικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυνικώ τὼ κυνικᾱ́ τὼ κυνικώ
      γεν-δοτ τοῖν κυνικοῖν τοῖν κυνικαῖν τοῖν κυνικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνικός < κύων, κυν- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυνικός

  1. όμοιος με σκύλο
  2. που έχει σκυλίσια συμπεριφορά
  3. μέλος μίας από τις μακροβιότερες Φιλοσοφικές Σχολές στην αρχαιότητα η οποία ιδρύθηκε από τον Αντισθένη στο Κυνόσαργες των Αθηνών
    ※  Διογένης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ εἶπεν: «Ἐγὼ μὲν οὐ λοιδορῶ· μὴ γένοιτο· ἐπαινῶ δὲ τὰς τρίχας ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν.» (Αισώπου Μύθοι Διογένης και φαλακρός)
    ※  Ἐπειδὴ δὲ τοὺς ἀπ' Ἀριστίππου διεληλύθαμεν καὶ Φαίδωνος, νῦν ἑλκύσωμεν τοὺς ἀπ' Ἀντισθένους κυνικούς τε καὶ Στωικούς. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, ΣΤ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία