καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνικότης αἱ κυνικότητες
      γενική τῆς κυνικότητος τῶν κυνικοτήτων
      δοτική τῇ κυνικότητι ταῖς κυνικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν κυνικότητα τὰς κυνικότητας
     κλητική ! κυνικότης κυνικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνικότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < κυνικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυνικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 582, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου