Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυνικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κυνικότητ
α
οι
κυνικότητ
ες
γενική
της
κυνικότητ
ας
των
κυνικοτήτ
ων
αιτιατική
την
κυνικότητ
α
τις
κυνικότητ
ες
κλητική
κυνικότητ
α
κυνικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυνικότητα
<
κυνικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυνικότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
κυνικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυνικότητα
→
δείτε
τη λέξη
κυνισμός