ευθύτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευθύτητα < ευθύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευθύτητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- η ιδιότητα του να είναι κάποιος ευθύς
- η ευθύτητα της πορείας
- η ειλικρίνεια, η αμεσότητα
- μερικές φορές ξαφνιάζει η ευθύτητά σου