Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθύτητα οι ευθύτητες
      γενική της ευθύτητας των ευθυτήτων
    αιτιατική την ευθύτητα τις ευθύτητες
     κλητική ευθύτητα ευθύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθύτητα < ευθύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευθύτητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό

  • η ιδιότητα του να είναι κάποιος ευθύς
η ευθύτητα της πορείας
μερικές φορές ξαφνιάζει η ευθύτητά σου

  Μεταφράσεις επεξεργασία