Κυνόσουρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυνόσουρα | ||
γενική | της | Κυνόσουρας | ||
αιτιατική | την | Κυνόσουρα | ||
κλητική | Κυνόσουρα | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυνόσουρα < αρχαία ελληνική Κυνόσουρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈno.su.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐νό‐σου‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυνόσουρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- χερσόνησος και οικισμός της Σαλαμίνας
- χερσόνησος στον Μαραθώνα Αττικής
- (ιστορία) μία από τις τέσσερις κώμες που συγκρότησαν την αρχαία Σπάρτη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κυνόσουρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κυνόσουρᾰ | ||
γενική | τῆς | Κυνοσούρᾱς | ||
δοτική | τῇ | Κυνοσούρᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Κυνόσουρᾰν | ||
κλητική ὦ! | Κυνόσουρᾰ | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυνόσουρα < κυνόσουρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυνόσουρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- χερσόνησος στη Σαλαμίνα
- (αστρονομία) ονομασία της Μεγάλης Άρκτου
Πηγές
επεξεργασία- Κυνόσουρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.