κυνοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κυνοῦχος | οἱ | κυνοῦχοι |
γενική | τοῦ | κυνούχου | τῶν | κυνούχων |
δοτική | τῷ | κυνούχῳ | τοῖς | κυνούχοις |
αιτιατική | τὸν | κυνοῦχον | τοὺς | κυνούχους |
κλητική ὦ! | κυνοῦχε | κυνοῦχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνούχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνούχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυνοῦχος, -ου αρσενικό, (και σε επιθετική λειτουργία)
- (για χρήση σε κυνήγι) σάκος από δέρμα σκύλου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 2.9 @scaife.perseus
- ἔστω δὲ καὶ ἐν ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος, καὶ τὰ δρέπανα, ἵνα ᾖ τῆς ὕλης τέμνοντα φράττειν τὰ δεόμενα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 2.9 @scaife.perseus
- λουρί σκύλου, περιλαίμιο
- πορτοφόλι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυνοῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.