κυνόδους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῠνόδοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κυνόδους | οἱ | κυνόδοντες | |
γενική | τοῦ | κυνόδοντος | τῶν | κυνοδόντων | |
δοτική | τῷ | κυνόδοντῐ | τοῖς | κυνόδουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κυνόδοντᾰ | τοὺς | κυνόδοντᾰς | |
κλητική ὦ! | κυνόδους | κυνόδοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνόδοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνοδόντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυνόδους, -οντος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- κυνόδους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνόδους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.