↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠνόδοντ-
ονομαστική κυνόδους οἱ κυνόδοντες
      γενική τοῦ κυνόδοντος τῶν κυνοδόντων
      δοτική τῷ κυνόδοντ τοῖς κυνόδουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κυνόδοντ τοὺς κυνόδοντᾰς
     κλητική ! κυνόδους κυνόδοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνόδοντε
γεν-δοτ τοῖν  κυνοδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνόδους < (κύων) κυν- + -όδους ( ὀδούς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυνόδους, -οντος αρσενικό