Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κυνόδους' (αρχαία ελληνικά)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠνόδοντ-
ονομαστική κυνόδους οἱ κυνόδοντες
      γενική τοῦ κυνόδοντος τῶν κυνοδόντων
      δοτική τῷ κυνόδοντ τοῖς κυνόδουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κυνόδοντ τοὺς κυνόδοντᾰς
     κλητική ! κυνόδους κυνόδοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνόδοντε
γεν-δοτ τοῖν  κυνοδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - τριτόκλιτα ουσιαστικά οδοντικόληκτα με ντ σε -οντ-ς > -ους, γενική -οντος
σύνθετα του ὀδούς

κυνόδους, τοῦ κυνόδοντος, οἱ κυνόδοντες, τῶν κυνοδόντων


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'κυνόδους'}}

Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κυνόδους' (αρχαία ελληνικά)"

Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 3 σελίδες, από 3 συνολικά.