κυνόδοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυνόδοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυνόδους < κυν- (< κύων) + οδοντ- (< ὀδούς) + -ας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈno.ðon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐νό‐δο‐ντας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυνόδοντας αρσενικό
- (ανατομία) το τρίτο από τη μέση δόντι στην ανθρώπινη οδοντοστοιχία, αυτό που βρίσκεται μεταξύ των τομέων στο κέντρο του στόματος και των προγομφίων· είναι μεγαλύτερο σε ύψος από τα άλλα δόντια και αιχμηρό στην άκρη του