Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκυλόδοντο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκυλόδοντ
ο
τα
σκυλόδοντ
α
γενική
του
σκυλόδοντ
ου
των
σκυλόδοντ
ων
αιτιατική
το
σκυλόδοντ
ο
τα
σκυλόδοντ
α
κλητική
σκυλόδοντ
ο
σκυλόδοντ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκυλόδοντο
<
σκυλό-
+
δόντ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκυλόδοντο
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
) ένα
δόντι
κάποιου
σκύλου
(
κατ’ επέκταση
,
ανατομία
)
κυνόδοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκυλόδοντο