Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

χαυλιόδους < χαυλιο- άγνωστης ετυμολογίας, το οποίο ορισμένοι συνδέουν με το χαῦνος (σπογγώδης, πορώδης για τη σύσταση υλικών), με πιθανή ερμηνεία «αραιά, προξέχοντα» για τα δόντια + -όδους (ὀδούς) [1]
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .

  Επίθετο

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χαυλῐοδοντ-
ονομαστική / χαυλιόδους τὸ χαυλιόδουν
      γενική τοῦ/τῆς χαυλιόδοντος τοῦ χαυλιόδοντος
      δοτική τῷ/τῇ χαυλιόδοντ τῷ χαυλιόδοντ
    αιτιατική τὸν/τὴν χαυλιοδοντ τὸ χαυλιόδουν
     κλητική ! χαυλιόδους χαυλιόδουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χαυλιόδοντες τὰ χαυλιόδοντ
      γενική τῶν χαυλιοδόντων τῶν χαυλιοδόντων
      δοτική τοῖς/ταῖς χαυλιόδουσῐ(ν) τοῖς χαυλιόδουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς χαυλιόδοντᾰς τὰ χαυλιόδοντ
     κλητική ! χαυλιόδοντες χαυλιόδοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαυλιόδοντε τὼ χαυλιόδοντε
      γεν-δοτ τοῖν χαυλιοδόντοιν τοῖν χαυλιοδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χαυλιόδους' όπως «χαυλιόδους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χαυλιόδους, -ους, -ουν

Άλλες μορφές

  Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χαυλῐοδοντ-
ονομαστική χαυλιόδους οἱ χαυλιόδοντες
      γενική τοῦ χαυλιόδοντος τῶν χαυλιοδόντων
      δοτική τῷ χαυλιόδοντ τοῖς χαυλιόδουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χαυλιόδοντ τοὺς χαυλιόδοντᾰς
     κλητική ! χαυλιόδους χαυλιόδοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαυλιόδοντε
γεν-δοτ τοῖν  χαυλιοδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χαυλιόδους, -οντος αρσενικό

  Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές