γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαῦνος χαύνη
χαῦνος
τὸ χαῦνον
      γενική τοῦ χαύνου τῆς χαύνης
χαύνου
τοῦ χαύνου
      δοτική τῷ χαύν τῇ χαύν
χαύν
τῷ χαύν
    αιτιατική τὸν χαῦνον τὴν χαύνην
χαῦνον
τὸ χαῦνον
     κλητική ! χαῦνε χαύνη
χαῦνε
χαῦνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χαῦνοι αἱ χαῦναι
χαῦνοι
τὰ χαῦν
      γενική τῶν χαύνων τῶν χαύνων
χαύνων
τῶν χαύνων
      δοτική τοῖς χαύνοις ταῖς χαύναις
χαύνοις
τοῖς χαύνοις
    αιτιατική τοὺς χαύνους τὰς χαύνᾱς
χαύνους
τὰ χαῦν
     κλητική ! χαῦνοι χαῦναι
χαῦνοι
χαῦν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαύνω τὼ χαύν
χαύνω
τὼ χαύνω
      γεν-δοτ τοῖν χαύνοιν τοῖν χαύναιν
χαύνοιν
τοῖν χαύνοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαῦνος < ίσως από το χαίνω ή το χάος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαῦνος, -ος/-η, -ον, συγκριτικός:χαυνότερος

  1. αυτός που χάσκει
  2. (για υλικά) σπογγώδης, χαλαρός, μαλθακός
     αντώνυμα: στερρός
  3. (μεταφορικά) κενός, ματαιόδοξος
    ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος (ορισμός Αριστοτέλη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία