γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαῦνος χαύνη
& χαῦνος
τὸ χαῦνον
      γενική τοῦ χαύνου τῆς χαύνης
& χαύνου
τοῦ χαύνου
      δοτική τῷ χαύν τῇ χαύν
& χαύν
τῷ χαύν
    αιτιατική τὸν χαῦνον τὴν χαύνην
& χαῦνον
τὸ χαῦνον
     κλητική ! χαῦνε χαύνη
& χαῦνε
χαῦνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χαῦνοι αἱ χαῦναι
& χαῦνοι
τὰ χαῦν
      γενική τῶν χαύνων τῶν χαύνων
& χαύνων
τῶν χαύνων
      δοτική τοῖς χαύνοις ταῖς χαύναις
& χαύνοις
τοῖς χαύνοις
    αιτιατική τοὺς χαύνους τὰς χαύνᾱς
& χαύνους
τὰ χαῦν
     κλητική ! χαῦνοι χαῦναι
& χαῦνοι
χαῦν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαύνω τὼ χαύν
& χαύνω
τὼ χαύνω
      γεν-δοτ τοῖν χαύνοιν τοῖν χαύναιν
& χαύνοιν
τοῖν χαύνοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

χαῦνος < ίσως από το χαίνω ή το χάος