χαῦνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χαῦνος | ἡ | χαύνη & χαῦνος |
τὸ | χαῦνον |
γενική | τοῦ | χαύνου | τῆς | χαύνης & χαύνου |
τοῦ | χαύνου |
δοτική | τῷ | χαύνῳ | τῇ | χαύνῃ & χαύνῳ |
τῷ | χαύνῳ |
αιτιατική | τὸν | χαῦνον | τὴν | χαύνην & χαῦνον |
τὸ | χαῦνον |
κλητική ὦ! | χαῦνε | χαύνη & χαῦνε |
χαῦνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χαῦνοι | αἱ | χαῦναι & χαῦνοι |
τὰ | χαῦνᾰ |
γενική | τῶν | χαύνων | τῶν | χαύνων & χαύνων |
τῶν | χαύνων |
δοτική | τοῖς | χαύνοις | ταῖς | χαύναις & χαύνοις |
τοῖς | χαύνοις |
αιτιατική | τοὺς | χαύνους | τὰς | χαύνᾱς & χαύνους |
τὰ | χαῦνᾰ |
κλητική ὦ! | χαῦνοι | χαῦναι & χαῦνοι |
χαῦνᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαύνω | τὼ | χαύνᾱ & χαύνω |
τὼ | χαύνω |
γεν-δοτ | τοῖν | χαύνοιν | τοῖν | χαύναιν & χαύνοιν |
τοῖν | χαύνοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχαῦνος < ίσως από το χαίνω ή το χάος
Επίθετο
επεξεργασίαχαῦνος, -ος/-η, -ον, συγκριτικός :χαυνότερος
- αυτός που χάσκει
- (για υλικά) σπογγώδης, χαλαρός, μαλθακός
- (μεταφορικά) κενός, ματαιόδοξος
- ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος (ορισμός Αριστοτέλη)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαῦνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαῦνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.