Ετυμολογία

επεξεργασία

χαυνόω < χαῦνος

χαυνόω-χαυνῶ (μέλλων: χαυνώσω)

  1. καθιστώ κάτι χαλαρό, πορώδες, αραιό, μαλθακό
  2. χαλαρώνω, γίνομαι μαλθακός εγώ
  3. ανοίγω το στόμα και χάσκω, γίνομαι χαζός
    ὁ νοῦς ἐχαυνώθη
  4. φουσκώνω, αλαζονεύομαι

Συγγενικά

επεξεργασία