αλαζονεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλαζονεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλαζονεύομαι (περιαυτολογώ)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.la.zoˈne.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐ζο‐νεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααλαζονεύομαι, πρτ.: αλαζονευόμουν, αόρ.: αλαζονεύτηκα, μτχ.π.π.: αλαζονεμένος[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλαζονεύομαι | αλαζονευόμουν(α) | θα αλαζονεύομαι | να αλαζονεύομαι | αλαζονευόμενος | |
β' ενικ. | αλαζονεύεσαι | αλαζονευόσουν(α) | θα αλαζονεύεσαι | να αλαζονεύεσαι | (αλαζονεύου) | |
γ' ενικ. | αλαζονεύεται | αλαζονευόταν(ε) | θα αλαζονεύεται | να αλαζονεύεται | ||
α' πληθ. | αλαζονευόμαστε | αλαζονευόμαστε αλαζονευόμασταν |
θα αλαζονευόμαστε | να αλαζονευόμαστε | ||
β' πληθ. | αλαζονεύεστε | αλαζονευόσαστε αλαζονευόσασταν |
θα αλαζονεύεστε | να αλαζονεύεστε | (αλαζονεύεστε) | |
γ' πληθ. | αλαζονεύονται | αλαζονεύονταν αλαζονευόντουσαν |
θα αλαζονεύονται | να αλαζονεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλαζονεύτηκα | θα αλαζονευτώ | να αλαζονευτώ | αλαζονευτεί | ||
β' ενικ. | αλαζονεύτηκες | θα αλαζονευτείς | να αλαζονευτείς | αλαζονεύσου | ||
γ' ενικ. | αλαζονεύτηκε | θα αλαζονευτεί | να αλαζονευτεί | |||
α' πληθ. | αλαζονευτήκαμε | θα αλαζονευτούμε | να αλαζονευτούμε | |||
β' πληθ. | αλαζονευτήκατε | θα αλαζονευτείτε | να αλαζονευτείτε | αλαζονευτείτε | ||
γ' πληθ. | αλαζονεύτηκαν αλαζονευτήκαν(ε) |
θα αλαζονευτούν(ε) | να αλαζονευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλαζονευτεί | είχα αλαζονευτεί | θα έχω αλαζονευτεί | να έχω αλαζονευτεί | αλαζονεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλαζονευτεί | είχες αλαζονευτεί | θα έχεις αλαζονευτεί | να έχεις αλαζονευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλαζονευτεί | είχε αλαζονευτεί | θα έχει αλαζονευτεί | να έχει αλαζονευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλαζονευτεί | είχαμε αλαζονευτεί | θα έχουμε αλαζονευτεί | να έχουμε αλαζονευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλαζονευτεί | είχατε αλαζονευτεί | θα έχετε αλαζονευτεί | να έχετε αλαζονευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλαζονευτεί | είχαν αλαζονευτεί | θα έχουν αλαζονευτεί | να έχουν αλαζονευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλαζονεύομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλαζονεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.