ἀλαζονεύομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀλαζονεύομαι < ἀλαζών (γενική ἀλαζόνος) + -εύομαι
Ρήμα
επεξεργασία
ἀλαζονεύομαι αποθετικό με ενεργητική διάθεση
- κομπάζω, μιλώ αλαζονικά, αλαζονεύομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀλαζονεύω (μεταγενέστερο του ἀλαζονεύομαι
- ἀλαζονεία
- ἀλαζόνευμα