Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαύνωμα τα χαυνώματα
      γενική του χαυνώματος των χαυνωμάτων
    αιτιατική το χαύνωμα τα χαυνώματα
     κλητική χαύνωμα χαυνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαύνωμα < χαυνώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαύνωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαυνώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία