χαυνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαυνώνω < αρχαία ελληνική χαυνόω
Ρήμα
επεξεργασίαχαυνώνω (παθητικό: χαυνώνομαι)
- προκαλώ την ανοησία στους άλλους, τους κάνω νωθρούς, εύπιστους, χαλαρούς, παθητικούς
- χαλαρώνω σε βαθμό ανοησίας, χάσκω, γίνομαι ράθυμος αλλά και κουτός
- Χαυνώθηκε από την πολλή τηλεόραση
Σημειώσεις
επεξεργασία- πιο συνηθισμένο στη σύνθετη μορφή του, ως αποχαυνώνω, χαυνώνω τελείως
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαυνώνω | χαύνωνα | θα χαυνώνω | να χαυνώνω | χαυνώνοντας | |
β' ενικ. | χαυνώνεις | χαύνωνες | θα χαυνώνεις | να χαυνώνεις | χαύνωνε | |
γ' ενικ. | χαυνώνει | χαύνωνε | θα χαυνώνει | να χαυνώνει | ||
α' πληθ. | χαυνώνουμε | χαυνώναμε | θα χαυνώνουμε | να χαυνώνουμε | ||
β' πληθ. | χαυνώνετε | χαυνώνατε | θα χαυνώνετε | να χαυνώνετε | χαυνώνετε | |
γ' πληθ. | χαυνώνουν(ε) | χαύνωναν χαυνώναν(ε) |
θα χαυνώνουν(ε) | να χαυνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαύνωσα | θα χαυνώσω | να χαυνώσω | χαυνώσει | ||
β' ενικ. | χαύνωσες | θα χαυνώσεις | να χαυνώσεις | χαύνωσε | ||
γ' ενικ. | χαύνωσε | θα χαυνώσει | να χαυνώσει | |||
α' πληθ. | χαυνώσαμε | θα χαυνώσουμε | να χαυνώσουμε | |||
β' πληθ. | χαυνώσατε | θα χαυνώσετε | να χαυνώσετε | χαυνώστε | ||
γ' πληθ. | χαύνωσαν χαυνώσαν(ε) |
θα χαυνώσουν(ε) | να χαυνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαυνώσει | είχα χαυνώσει | θα έχω χαυνώσει | να έχω χαυνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαυνώσει | είχες χαυνώσει | θα έχεις χαυνώσει | να έχεις χαυνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαυνώσει | είχε χαυνώσει | θα έχει χαυνώσει | να έχει χαυνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαυνώσει | είχαμε χαυνώσει | θα έχουμε χαυνώσει | να έχουμε χαυνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαυνώσει | είχατε χαυνώσει | θα έχετε χαυνώσει | να έχετε χαυνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαυνώσει | είχαν χαυνώσει | θα έχουν χαυνώσει | να έχουν χαυνώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαυνώνω
|