Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαυνώνω < αρχαία ελληνική χαυνόω

  Ρήμα επεξεργασία

χαυνώνω (παθητικό: χαυνώνομαι)

  1. προκαλώ την ανοησία στους άλλους, τους κάνω νωθρούς, εύπιστους, χαλαρούς, παθητικούς
  2. χαλαρώνω σε βαθμό ανοησίας, χάσκω, γίνομαι ράθυμος αλλά και κουτός
    Χαυνώθηκε από την πολλή τηλεόραση

Σημειώσεις επεξεργασία

  • πιο συνηθισμένο στη σύνθετη μορφή του, ως αποχαυνώνω, χαυνώνω τελείως

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία