Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαύνωσῐς αἱ χαυνώσεις
      γενική τῆς χαυνώσεως τῶν χαυνώσεων
      δοτική τῇ χαυνώσει ταῖς χαυνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χαύνωσῐν τὰς χαυνώσεις
     κλητική ! χαύνωσῐ χαυνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαυνώσει
γεν-δοτ τοῖν  χαυνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαύνωσις < χαυνόω / χαυνῶ + -σις (-ωσις) < χαῦνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαύνωσις, -εως

  1. το να νερώνει κάποιος κάτι, να του προσθέτει κάτι υγρό για να το κάνω πιο εύπλαστο, πιο μαλακό
  2. (ελληνιστική σημασία) χαλάρωση, μαλθακότητα, κενό χρόνου, διάλειμμα
  3. ελάφρυνση, ύφεση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαῦνος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία