χαυνώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαυνώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαυνώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαυνώνω
- θα χαυνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαυνώνω