Δείτε επίσης: διάλυμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάλειμμα τα διαλείμματα
      γενική του διαλείμματος των διαλειμμάτων
    αιτιατική το διάλειμμα τα διαλείμματα
     κλητική διάλειμμα διαλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάλειμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάλειμμα (παύση) (αρχαία σημασία: διάκενο, κενό) < διαλείπω + -μα < διά- + λείπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðʝa.li.ma/ & /ˈði̯a.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι+ά‐λειμ‐μα

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάλειμμα ουδέτερο

  • το μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο σταματά μια δραστηριότητα, συνήθως για να ξεκουραστούν οι συμμετέχοντες
    κάνε επιτέλους ένα διάλειμμα, είσαι στον υπολογιστή δέκα ώρες συνεχώς!

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαλείπω και λείπω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία