διάλειμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάλειμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάλειμμα (παύση) (αρχαία σημασία: διάκενο, κενό) < διαλείπω + -μα < διά- + λείπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðʝa.li.ma/ & /ˈði̯a.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι+ά‐λειμ‐μα
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάλειμμα ουδέτερο
- το μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο σταματά μια δραστηριότητα, συνήθως για να ξεκουραστούν οι συμμετέχοντες
- ↪ κάνε επιτέλους ένα διάλειμμα, είσαι στον υπολογιστή δέκα ώρες συνεχώς!
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαλείπω και λείπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάλειμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία- διάκενο, κενό
- (ελληνιστική σημασία) παύση, διάλειμμα
Πηγές
επεξεργασία- διάλειμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάλειμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.