przerwa
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | przerwa | przerwy |
γενική | przerwy | przerw |
δοτική | przerwie | przerwom |
αιτιατική | przerwę | przerwy |
οργανική | przerwą | przerwami |
τοπική | przerwie | przerwach |
κλητική | przerwo | przerwy |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
przerwa (pl) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- przerwa w życiorysie
- bez przerwy: αδιάκοπα (χωρίς διαλείμματα)