διαλείπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | διαλείπω μτχ. διαλείπων | |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | διέλιπον μτχ. διαλιπών | |
Αόριστος | ||
Παρακείμενος | διαλέλοιπα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαλείπω
- ενεργώ ή φέρομαι με διαλείψεις, διακόπτω μια ενέργεια κατά τακτά (ή άτακτα) κατά διαστήματα
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαστα νέα ελληνικά: [1]
- η μετοχή διαλείπων
- → δείτε και τις λέξεις αδιάλειπτος, διάλειμμα και διάλειψη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαλείπω - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
διαλείπω (ΑΜ) [αρχαία, μεσαιωνικά] / νεοελλ. μετοχή διαλείπων
Πηγές
επεξεργασία- διαλείπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλείπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.