Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάλειψῐς αἱ διαλείψεις
      γενική τῆς διαλείψεως τῶν διαλείψεων
      δοτική τῇ διαλείψει ταῖς διαλείψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάλειψῐν τὰς διαλείψεις
     κλητική ! διάλειψῐ διαλείψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλείψει
γεν-δοτ τοῖν  διαλειψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάλειψις < διαλείπ(ω) + -σις > -ψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάλειψις, -εως θηλυκό

  1. το κενό (στον Ιπποκράτη, κενό στο χρώμα του δέρματος· για ασθένεια) [1]
  2. (ελληνιστική σημασία) η νοητική διάλειψη, νοητικό κενό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία