• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αδιάλειπτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάλειπτος η αδιάλειπτη το αδιάλειπτο
      γενική του αδιάλειπτου της αδιάλειπτης του αδιάλειπτου
    αιτιατική τον αδιάλειπτο την αδιάλειπτη το αδιάλειπτο
     κλητική αδιάλειπτε αδιάλειπτη αδιάλειπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάλειπτοι οι αδιάλειπτες τα αδιάλειπτα
      γενική των αδιάλειπτων των αδιάλειπτων των αδιάλειπτων
    αιτιατική τους αδιάλειπτους τις αδιάλειπτες τα αδιάλειπτα
     κλητική αδιάλειπτοι αδιάλειπτες αδιάλειπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

επεξεργασία

αδιάλειπτος -η -ο

  • χωρίς διάλειμμα, χωρίς διακοπή, συνεχής, αδιάκοπος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αδιάλειπτος
  • αγγλικά : uninterrupted (en), incessant (en)
  • γαλλικά : ininterrompu (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αδιάλειπτος&oldid=5350365"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 20:46

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 20:46.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας