Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδιάλειπτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδιάλειπτα
<
αδιάλειπτος
Επίρρημα
επεξεργασία
αδιάλειπτα
συνεχώς
, χωρίς
διακοπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάλειπτα
αγγλικά
:
uninterrupted
(en)
γαλλικά
:
incessant
(fr)
, sans
interruption
(fr)
, de
façon
(fr)
ininterrompue
(fr)