ενικός         πληθυντικός  
interruption interruptions

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

interruption (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η διακοπή, κάτι που διακόπτει προσωρινά μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση· μια στιγμή που μια δραστηριότητα διακόπτεται
    παράδειγμα  an interruption in business/in payments - διακοπή των εργασιών/των πληρωμών
  2. η διακοπή, η πράξη του να διακόπτω κάποιον που μιλάει
    παράδειγμα  Can I speak without interruptions?
    Μπορώ να μιλήσω χωρίς διακοπές;

Συγγενικά

επεξεργασία