• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

interruption

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Συγγενικές λέξεις
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interruption interruptions

interruption

  1. η διακοπή

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • interrupt



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

interruption (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
interruption interruptions

interruption (fr) θηλυκό

  • η διακοπή

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • interrompre
  • interrupteur
  • interrupteur - interruptrice
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=interruption&oldid=4877646"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Οκτωβρίου 2020, στις 20:40

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Οκτωβρίου 2020, στις 20:40.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie