ενικός         πληθυντικός  
interruption interruptions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
interruption < μέση αγγλική interrupcioun

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɪn.tə.ˈɹʌp.ʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interruption (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η διακοπή, κάτι που διακόπτει προσωρινά μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση· μια στιγμή που μια δραστηριότητα διακόπτεται
    ⮡  an interruption in business/in payments - διακοπή των εργασιών/των πληρωμών
  2. η διακοπή, η πράξη του να διακόπτω κάποιον που μιλάει
    ⮡  Can I speak without interruptions?
    Μπορώ να μιλήσω χωρίς διακοπές;

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
interruption < λατινική interruptio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.ʁyp.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
interruption interruptions

interruption (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία