ενεστώτας interrupt
γ΄ ενικό ενεστώτα interrupts
αόριστος interrupted
παθητική μετοχή interrupted
ενεργητική μετοχή interrupting

interrupt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διακόπτω κάποιον όταν μιλάει
      Let me continue and don’t interrupt me.
    Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις.
      Will you allow me to interrupt you for a minute so I can add something?
    Μου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι;
     συνώνυμα:  cut off
  2. (μεταβατικό) διακόπτω κάτι για λίγο
      Traffic on the national road was interrupted.
    Διακόπηκε η κυκλοφορία στην εθνική οδό.
  3. (μεταβατικό) κόβω τη θέα
      These trees interrupt the view.
    Αυτά τα δέντρα κόβουν τη θέα.