cut off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cut off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts off |
αόριστος | cut off |
παθητική μετοχή | cut off |
ενεργητική μετοχή | cutting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcut off (en)
- (μεταβατικό, συχνά στην παθητική φωνή) κόβω, διακόπτω, η τηλεφωνική σύνδεση διακόπηκε
- ⮡ We were cut off while speaking on the phone.
- Μας έκοψαν ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο.
- ⮡ While talking (on the phone) we got cut off.
- Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν.
- ⮡ We were cut off while speaking on the phone.
- (μεταβατικό) αποκληρώνω κάποιον
- ⮡ He cut his son off because he was gambling and drinking.
- Αποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.
- ≈ συνώνυμα: disinherit
- ⮡ He cut his son off because he was gambling and drinking.
- (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω κάποιον και τον εμποδίζω να μιλήσει
- (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω την παροχή κάτι σε κάποιον
- ⮡ They will cut off the electricity supply.
- Θα διακόψουν την παροχή ηλεκτρισμού.
- ⮡ Funding for the project will be cut off.
- Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου.
- ⮡ They cut off my allowance.
- Έκοψαν το επίδομά μου.
- ⮡ They will cut off the electricity supply.
- (μεταβατικό) αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
- (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, αποκλείω, εμποδίζω κάτι
- ⮡ This tree cuts off the morning light.
- Αυτό το δέντρο μου κόβει το πρωινό φως.
- ⮡ The rock slides completely cut off their way back.
- Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής.
- ⮡ The road was cut off by the recent landslides.
- Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
- ⮡ The police cut off the road to check all the cars entering the city.
- Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
- ⮡ This tree cuts off the morning light.
- (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, απομονώνω, αποκλείω την επαφή, την επικοινωνία
- ⮡ She cut off all contact with him.
- Έκοψε κάθε επαφή μαζί του.
- ⮡ He lives cut off from relatives and friends.
- Ζει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους.
- ⮡ After the death of his wife he cut himself off from society.
- Μετά το θάνατο της γυναίκας του απομονώθηκε.
- ⮡ Prisoners should not be cut off from the rest of society.
- Οι φυλακισμένοι δεν πρέπει να απομονώνονται από την υπόλοιπη κοινωνία.
- ≈ συνώνυμα: isolate
- ⮡ She cut off all contact with him.
- (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
Πηγές
επεξεργασία- cut off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόβω