ενεστώτας cut off
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts off
αόριστος cut off
παθητική μετοχή cut off
ενεργητική μετοχή cutting off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cut off < → δείτε τις λέξεις cut και off

cut off (en)

  1. (μεταβατικό, συχνά στην παθητική φωνή) κόβω, διακόπτω, η τηλεφωνική σύνδεση διακόπηκε
    ⮡  We were cut off while speaking on the phone.
    Μας έκοψαν ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο.
    ⮡  While talking (on the phone) we got cut off.
    Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν.
  2. (μεταβατικό) αποκληρώνω κάποιον
    ⮡  He cut his son off because he was gambling and drinking.
    Αποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.
     συνώνυμα: disinherit
  3. (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω κάποιον και τον εμποδίζω να μιλήσει
    ⮡  Let me continue and don’t cut me off.
    Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις.
    ⮡  Don’t cut me off when I’m talking.
    Μη με κόβεις όταν μιλάω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη interrupt
  4. (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω την παροχή κάτι σε κάποιον
    ⮡  They will cut off the electricity supply.
    Θα διακόψουν την παροχή ηλεκτρισμού.
    ⮡  Funding for the project will be cut off.
    Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου.
    ⮡  They cut off my allowance.
    Έκοψαν το επίδομά μου.
  5. (μεταβατικό) αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
    ⮡  The band saw cut off the fingers of his right hand./The band saw cut his fingers off of his right hand.
    Η πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
    ⮡  The butcher cut off a big steak.
    Ο χασάπης έκοψε μια χοντρή μπριζόλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slice off
  6. (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, αποκλείω, εμποδίζω κάτι
    ⮡  This tree cuts off the morning light.
    Αυτό το δέντρο μου κόβει το πρωινό φως.
    ⮡  The rock slides completely cut off their way back.
    Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής.
    ⮡  The road was cut off by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
    ⮡  The police cut off the road to check all the cars entering the city.
    Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  7. (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, απομονώνω, αποκλείω την επαφή, την επικοινωνία
    ⮡  She cut off all contact with him.
    Έκοψε κάθε επαφή μαζί του.
    ⮡  He lives cut off from relatives and friends.
    Ζει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους.
    ⮡  After the death of his wife he cut himself off from society.
    Μετά το θάνατο της γυναίκας του απομονώθηκε.
    ⮡  Prisoners should not be cut off from the rest of society.
    Οι φυλακισμένοι δεν πρέπει να απομονώνονται από την υπόλοιπη κοινωνία.
     συνώνυμα: isolate
  8. (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
    ⮡  He cut me off and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut in